- οϊστευτήρ
- ὀϊστευτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)(ποιητ. τ.) οϊστευτής*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀϊστεύω «ρίχνω βέλη» + επίθημα -τήρ (πρβλ. ιχνευ-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀιστευτήρ — ὀϊστευτήρ , ὀιστευτήρ masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀιστευτῆρα — ὀϊστευτῆρα , ὀιστευτήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀιστευτῆρας — ὀϊστευτῆρας , ὀιστευτήρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀιστευτῆρες — ὀϊστευτῆρες , ὀιστευτήρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀιστευτῆρι — ὀϊστευτῆρι , ὀιστευτήρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)